-
1 πηλός
Grammatical information: m.Meaning: `loam, clay, mud, dung, bog' (IA.).Other forms: Dor. πᾱλός (Sophr., inscr.).Derivatives: πήλ-ινος `made of clay' (D., Arist.), - αῖος `id., living in mud' (Man., Paus.), - ώδης `loamy, muddy' (IA.), - ώεις `id.' (Opp.; after εὑρώεις a.o.; Chantraine Form. 274, Schwyzer 527); - όομαι, - όω, rarely with περι- a.o., `made of loam. etc., to be covered in, to ballast with clay' (late) with - ωσις f. `besmearing', - ωμα n. `mud' (Charis.). -- Expressive denominat. προ-πηλακίζω eig. "to tread in the mud before oneself" = `to treat contumeliously, to insult' (Att.) with - ισμός m. `dishonour, reproach' (IA.), - ισις f. `insulting' (Po.); on the diff. of meaning Röttger Substantivbildungen 19. Prob. direct from πηλός after other verbs in - ακ-ίζω ( πῆλαξ only as explanation of πηλακίζω EM 669, 49; also pap. IIIa; πηλακισμός Suid.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Without convincing etymology. Several hypotheses: to Lat. palūs f. `standing water' etc. (Curtius 275 a. A. after Bopp etc.; rejected by Bq); to OCS kalъ `mud, dung', Lat. squālus `dirty' (Meillet MSL 13, 291 f.; against this W.-Hofmann s.v.); to Lat. palleō `be pale', πελιός etc. (Schulze Kl. Schr. 112; here after sch. also palūs etc.). Byforms πάλκος πηλός H. (recalling Lith. pélkė f. `swamp, (peat)-marsh'), πάσκος πηλός H. (so πηλός from *πασ-λός?; Sommer Lautst. 74). On the phonetics still Forbes Glotta 36, 242; farreaching speculations on the morphology in Specht Ursprung 64, 117, 187, 234 (all quite uncertain). --Further details w. lit. in Bq, W.-Hofmann s. 2. palūs and 2. squālus, WP. 1, 441 u. 2, 53. - So unknown; Pre-Greek?Page in Frisk: 2,528-529Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πηλός
-
2 πάσκος
См. также в других словарях:
πηλός — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παλός, Α 1. μίγμα αργιλικών, κατά βάση, χωμάτων,ζυμωμένο με νερό μέχρι να γίνει πυκνόρρευστος πολτός, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πήλινων αγγείων, τούβλων, κεραμιδιών κ.ά. αντικειμένων 2. η λάσπη που σχηματίζεται από … Dictionary of Greek
πάσκος — ό, Α (κατά τον Ησύχ.) «πηλός». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πηλός] … Dictionary of Greek
φασκοφόρος — ὁ, Α αυτός που μεταφέρει, που κουβαλάει πηλό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί αμάρτυρου *πασκοφόρος < πάσκος «πηλός» (βλ. πηλός) + φόρος*] … Dictionary of Greek